- γοργῶπις
- γοργῶπιςfem nom sgγοργωπόςfierce-eyedfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γοργῶπις — γοργωπός fierce eyed fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργῶπι — γοργῶπις fem voc sg γοργωπός fierce eyed masc/fem dat sg γοργωπός fierce eyed fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργῶπιν — γοργῶπις fem acc sg γοργωπός fierce eyed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργώψ — ( ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α) 1. ο γοργωπός 2. θηλ. γοργῶπις, η επίθετο τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + ωψ, ωπός < ωψ (ωπός) «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. γλαυκώψ και για το θηλ. πρβλ. γλαυκώπις, ελικώπις, ευώπις κ.α)] … Dictionary of Greek
γοργός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αριστομένη, ήρωα των Μεσσηvίων (7ος αι. π.Χ.). Σε ηλικία 18 ετών, νυμφεύτηκε τη νέα που είχε βοηθήσει τον πατέρα του vα αποδράσει από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην άμυνα της Είρας.… … Dictionary of Greek
Γόργη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Οινέα και της Αλθαίας, κόρης του Θεστίου. Πολέμησε εναντίον των Κουρήτων όταν πολιόρκησαν την Καλυδώνα. Ήταν αδελφή του Κλυμένη, του Μελέαγρου, του Θυρέα και της Δηιάνειρας. Έγινε σύζυγος του Ανδραίμονα και … Dictionary of Greek
γοργῶφ' — γοργῶπι , γοργῶπις fem voc sg γοργῶπα , γοργωπός fierce eyed masc/fem acc sg γοργῶπι , γοργωπός fierce eyed masc/fem dat sg γοργῶπι , γοργωπός fierce eyed fem voc sg γοργῶπε , γοργωπός fierce eyed masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)